Μαρμαρά

Μαρμαρά
θάλασσα η Мраморное море;
тж. Προποντίδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Μαρμαρά" в других словарях:

  • μαρμάρα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Οικισμός (30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου. 2. Πεδινός Οικισμός (υψόμ. 15 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρα — μάρμαρον marble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρμαρά, θάλασσα του- — Θαλάσσια περιοχή της Μεσογείου, μεταξύ της Ευρωπαϊκής και της Ασιατικής Τουρκίας. Βλ. λ. Προποντίδα …   Dictionary of Greek

  • ελγίνεια μάρμαρα — τα τα ανάγλυφα μάρμαρα του Παρθενώνα που πήρε το 1800 ο Άγγλος λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Μάρμαρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 154 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Μ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νομού, προς τη δυτική όχθη της λίμνης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ιωαννιτών …   Dictionary of Greek

  • Πάριο Χρονικό ή Πάρια Μάρμαρα — Αρχαία ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε στην Πάρο και αποτελεί χρονολογικό πίνακα διαφόρων γεγονότων κατά το διάστημα 1.318 ετών της ελληνικής ιστορίας, από το 1581 80 π.Χ., εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, έως το 263 262 π.Χ., έτος… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαράς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 38 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θερίσου. * * * ο (Μ μαρμαράς) [μάρμαρο] νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»